Στις 4 Μαΐου 1939, η γαλλική εφημερίδα «L’ Oeuvre» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Να πεθάνουμε για το Ντάντσιχ;».
γράφει ο Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
Το υπέγραφε ο σοσιαλιστής και ειρηνιστής βουλευτής Μαρσέλ Ντεά.
Ο λεγόμενος «πολωνικός διάδρομος» ή «διάδρομος του Ντάντσιχ» δημιουργήθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε βάρος της ηττημένης Γερμανίας κι επέτρεπε στην Πολωνία να έχει πρόσβαση στη Βαλτική.
Ταυτοχρόνως όμως χώριζε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Πρωσία. Το γερμανόφωνο Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ) είχε κηρυχθεί αυτόνομη πόλη.
Η απαίτηση της χιτλερικής Γερμανίας ήταν να της επιστραφεί ο διάδρομος ώστε να ενοποιήσει εκ νέου τον εθνικό της χώρο.
Η απαίτηση αυτή αποτέλεσε τελικά το πρόσχημα που χρησιμοποίησε λίγους μήνες αργότερα ο Χίτλερ για να εισβάλει στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Η Γαλλία κι η Αγγλία έσπευσαν στο πλευρό της Πολωνίας με την οποία είχαν συμμαχία κι έτσι ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Το άρθρο του Ντεά έβρισκε τη γερμανική απαίτηση «πολύ λογική» και θεωρούσε το αντικείμενο της διαμάχης μακρινό κι αδιάφορο για τη Γαλλία.
Αναρωτιόταν ως εκ τούτου στο τέλος αν αξίζει «να πεθάνουμε για το Ντάντσιχ». Για να απαντήσει κατηγορηματικά «Οχι!».
Η απορία «γιατί να πεθάνουμε για το Ντάντσιχ;» καθιερώθηκε έκτοτε ως έκφραση ενδοτισμού. Και από αυτήν χαρακτηρίστηκαν «πουρκουάδες» όσοι την υιοθετούσαν.
Τηρουμένων των αναλογιών και σχηματικά, η χώρα μας αντιμετωπίζει σήμερα ένα παρόμοιο δίλημμα απέναντι στην Τουρκία. Αξίζει να πεθάνουμε για το Καστελλόριζο;
Διάφορες παρεμβάσεις τελευταία θέτουν σε αμφισβήτηση πάγιες παραδοχές της εξωτερικής πολιτικής μας.
Ο Χρ. Ροζάκης υποστηρίζει ότι «εμείς έχουμε αναπτύξει μια μαξιμαλιστική θέση ή μια σειρά μαξιμαλιστικών θέσεων. Το Διεθνές Δίκαιο (…) δεν μας προστατεύει πάντα».
Και προσθέτει με προφανές νόημα ότι «το Καστελλόριζο είναι απομακρυσμένο από τη Ρόδο αλλά είναι κοντά στις ακτές τις τουρκικές» (Κρήτη TV).
Επικαλούμενος το θετικό (γι’ αυτόν) παράδειγμα των Πρεσπών, το Προσφυγικό και το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη για τα ελληνοτουρκικά, ο Ν. Μουζέλης μας καλεί «να πάρουμε αλλά και να δώσουμε» διότι διαφορετικά «το κομματικό συμφέρον υπερισχύει του εθνικού» («Το Βήμα», 28/6).
Ενώ και ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ Λ. Τσούκαλης παρατηρεί ότι «το πολιτικό μας σύστημα δεν αντέχει να προχωρήσει σε έντιμους συμβιβασμούς με τους γείτονες γιατί φοβάται το πολιτικό κόστος».
Θεωρεί «προφανέστατη ασυνέπεια» να λέμε «δεν μπορούμε να πάμε στη Χάγη γιατί ενδεχομένως η Χάγη δεν θα ικανοποιήσει όλες τις διεκδικήσεις μας. Ή πιστεύεις στο διεθνές δίκαιο, το στηρίζεις, το σέβεσαι (…) ή δεν το κάνεις» (29/6).
Φυσικά τίποτα δεν απαγορεύει να αναιρούνται, να αναθεωρούνται ή ακόμη και να ακυρώνονται οι όποιες παραδοχές στην εξωτερική πολιτική.
Ούτε μπορεί κάποιος να απορρίπτει την ειρηνική διευθέτηση μιας διαφοράς, ιδίως αν η επίλυση στηριχτεί στο διεθνές δίκαιο και σε ένα διεθνές δικαστήριο, όπως η Χάγη.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως η συζήτηση πάσχει σε τρία σημεία.
Πρώτον, η επίλυση μιας διαφοράς είναι σαν το τανγκό. Χρειάζεται δυο. Και προς το παρόν δεν βλέπω τον δεύτερο ενδιαφερόμενο.
Εχουμε μείνει να διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας και χωρίς αντίκρισμα!
Δεύτερον, συζητούμε πώς θα λυθεί μια διαφορά χωρίς να έχουμε ακόμη συμφωνήσει ποια είναι η διαφορά. Η υφαλοκρηπίδα; Το καθεστώς των νησιών; Η ΑΟΖ; Η εκμετάλλευσή της; Ο εναέριος χώρος; Τα χωρικά ύδατα;
Ή μήπως η επιθετική πολιτική ισχύος και η προσπάθεια επιβολής της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή; Διότι αν πρόκειται για το τελευταίο δεν βλέπω τι δουλειά έχουν το διεθνές δίκαιο και η Χάγη.
Τρίτον, τι ακριβώς επιδιώκουμε. Τι «θα πάρουμε» και τι «θα δώσουμε» στο νταραβέρι. Τι θεωρείται «έντιμος συμβιβασμός με τους γείτονες». Ποιες θέσεις είναι μαξιμαλιστικές και ποιες μινιμαλιστικές.
Τελικά δηλαδή αξίζει να πεθάνουμε για το Καστελλόριζο ή δεν αξίζει;
Το 432 π.Χ. ο Περικλής δίνει μια απάντηση στη συζήτηση για το «Μεγαρικό Ψήφισμα» όπως την μεταφέρει ο Θουκυδίδης.
Η Αθήνα κήρυξε εμπάργκο στα Μέγαρα και τα Μέγαρα υποκινούσαν τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους να επιτεθούν στην Αθήνα. Αν δεν ανακαλέσουν οι Αθηναίοι το ψήφισμα θα ξέσπαγε πόλεμος.
Μεταξύ μας, το θέμα δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρό – άλλωστε ο Αριστοφάνης το διακωμώδησε λίγο αργότερα στους «Αχαρνείς».
Ο Περικλής όμως λέει στους συμπολίτες του πως «δεν πρέπει να υποχωρήσωμεν».
Ούτε «να αφήσετε υφισταμένη εις την συνείδησίν σας την μομφήν ότι επολεμήσατε δι’ ασήμαντον αιτίαν».
Και εξηγεί: «το ασήμαντον αυτό αποτελεί την λυδίαν λίθον προς εξακρίβωσιν και δοκιμασίαν των προθέσεών σας. Καθόσον εάν υποχωρήσετε απέναντί των θα ευρεθήτε ενώπιον νέας και επαχθεστέρας απαιτήσεως. Διότι θα νομίζουν ότι και εις τούτο θα υποκύψετε ένεκα φόβου» («Ιστορίαι», βιβλίο Α’, μετάφραση Ελ. Βενιζέλος).
Με άλλα λόγια ο Περικλής απαντά όπως θα απαντούσε ο Τσόρτσιλ. Οτι αξίζει να πεθάνει κανείς για το Ντάντσιχ διότι το ζήτημα δεν είναι η απόσταση από το Ντάντσιχ, ούτε η αυτοτελής σημασία του, αλλά ο εχθρός που έχεις απέναντί σου.
Επίλογος. Τελικά ο σοσιαλιστής κι ειρηνιστής Μαρσέλ Ντεά αποσχίστηκε από τους σοσιαλιστές.
Ιδρυσε το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα και το 1944 κατέληξε υπουργός Εργασίας στη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισύ.
Μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε ερήμην για δωσιλογισμό και πέθανε φυγάδας και κρυπτόμενος σε ένα μοναστήρι στην Ιταλία.
Σχόλια